- Ὄαρος
- Ὄαροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ὄαρος — ὄαρ wife fem gen sg ὄαρος converse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀάροις — Ὄαρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀάροις — ὄαρος converse masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀάροισι — Ὄαρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀάροισι — ὄαρος converse masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀάροισιν — Ὄαρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀάροισιν — ὄαρος converse masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀάρου — Ὄαρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀάρου — ὄαρος converse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)